παπαδάκι

παπαδάκι
το [παπάς / παπάδες]
1. νεαρός στην ηλικία ή μικρόσωμος παπάς
2. παπάς πρόσφατα χειροτονημένος
3. μικρό παιδί που βοηθάει τον ιερέα κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας
4. είδος ελληνικής δαντέλας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπαδάκι — το 1. μικρόσωμος ή νεαρός παπάς. 2. μαθητής ιερατικής σχολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαδίσκιον — τὸ, Μ (υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι, νεαρός ή μικρόσωμος ή πρόσφατα χειροτονημένος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. ίσκιον (πρβλ. παιδίσκιον)] …   Dictionary of Greek

  • παπαδίτζης — ὁ, Μ (υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. ίτζης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”